- φτερνιστηριά
- η, Νχτύπημα με πτερνιστήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φτενιστήρι + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιρ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτερνιστηριά — η χτύπημα με το σπιρούνι (βλ. φτερνιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)